μασονία — Βλ. λ. τεκτονισμός. * * * η [μασόνος] 1. η εταιρεία τών μασόνων 2. μασονισμός, τεκτονισμός, ελευθεροτεκτονισμός … Dictionary of Greek
μασονικός — ή, ό [μασόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μασόνους ή στη μασονία, ελευθεροτεκτονικός … Dictionary of Greek
τεκτονισμός — Το δόγμα των τεκτόνων. Λέγεται και μασωνισμός ή μασωνία. Ο τ. είναι το περιεχόμενο των διδασκαλιών των ελεύθερων τεκτόνων. Θεωρητικά αποβλέπει στην επικράτηση της ηθικής και στην τελειοποίηση των ανθρώπων. Η ιστορία του τ. έχει και την… … Dictionary of Greek
φραμασονία — και φαρμασονία, η, Ν [φραμασόνος] η μασονία, ο τεκτονισμός … Dictionary of Greek
μασονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μασονία: Μασονική στοά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασονισμός — ο η μασονία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεκτονισμός — ο μυστική οργάνωση που αποβλέπει στην τελειοποίηση της ανθρωπότητας με τη διάδοση της αλληλεγγύης, μασονία, μασονισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμασονία — φαρμασονία, η και φραμασονία, η ο ελευθεροτεκτονισμός, η μασονία, ο μασονισμός, ο τεκτονισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)